τερατούμαι

τερατούμαι
-όομαι, Α [τέρας, -ατος]
προσβλέπω κάποιον σαν να είναι κάτι το θαυμαστό, τόν κοιτάζω απορημένος, με ανοιχτό το στόμα («οἱ δέ μιν ἠΰτε γλαῡκα πέρι σπιζοῑ, τερατοῡντο», Τίμων).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”